Δευτέρα 27 Αυγούστου 2007

Χωρίς τίτλο




Δεν ξέρω τι να γράψω.


Τρεις μέρες τώρα αισθάνομαι ανακουφισμένη που αποφάσισα να τελειώσω τις διακοπές μου μια βδομάδα νωρίτερα.

Οι γονείς και η αδερφή μου είναι ακόμα κάτω. Μιλάμε συνέχεια και είναι σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Η στάχτη από την πυρκαγιά του Ταΰγετου, που καίγεται για τέταρτο 24ώρο, μου λένε πως έχει καλύψει τα πάντα. Την Παρασκευή και το Σάββατο δεν φαινόταν το βουνό από τους καπνούς, και εννοώ πως δεν φαινόταν από την παραλία της Καλαμάτας, σαν να μη φαίνεται ο Υμηττός από την Ηλιούπολη. Χτες το μεσημέρι δε φαινόταν ούτε ο ήλιος, αφού η φωτιά είχε φτάσει στην πόλη. Τα Γιαννιτσάνικα, όπου έφτασε χτες η φωτιά, είναι πλέον κομμάτι της πόλης, και όχι προάστειο, όπως άκουγα να λένε στις ειδήσεις, με σπίτια και περιβόλια με ελιές και πορτοκαλιές, ένα χιλιόμετρο από το σπίτι μας. Η ατμόσφαιρα μυρίζει καμμένο για άλλη μια μέρα, και ο μόνος λόγος για τον οποίο δεν ανησύχησα μέχρι τώρα για τους δικούς μου είναι επειδή ξέρουν κολύμπι και μένουν 50 μέτρα από τη θάλασσα.

Το Σάββατο, από ότι μου έλεγαν, εκκένωσαν τα χωριά βόρεια της πόλης, τους έδιωξαν όλους να πάνε να κοιμηθούν στην παραλία της Καλαμάτας. Όσοι δεν είχαν συγγενείς ή φίλους να κοιμηθούν, πέρασαν τη νύχτα στις ξαπλώστρες στην αμμουδιά, κάπου που φάνηκαν κι αυτές χρήσιμες...
Για να καταλάβεις για τι μιλάμε, μείνανε στα ξαδέρφια μου συγγενείς από την Αιθαία, χωριό που το διασχίζει ο εθνικός δρόμος και είναι 5 km πριν την πόλη. Ένα φιλικό ζευγάρι έμεινε στο σπίτι μας. Είχαν έρθει από το Λεοντάρι, ένα πανέμορφο χωριό με πέτρινα σπίτια νότια της Μεγαλόπολης. Την Κυριακή το πρωί γύρισαν πίσω να δουν αν υπήρχε το σπίτι τους. Τελικά αυτό ήταν στη θέση του, κάτι όμως που δεν μπορούμε να πούμε πλέον και για το χωριό.


Ακόμα δεν ξέρω τι να γράψω.


Ο πατέρας μου είναι από ένα χωριό της ορεινής Αρκαδίας, και η μητέρα μου από την Καλαμάτα. Έχουμε σπίτι και στα 2 μέρη, όπου κι έχω περάσει τα περισσότερα καλοκαίρια μου. Αισθάνομαι μισή Αθηναία και μισή Πελοποννήσια, αφού σαν να μην έφταναν τα προηγούμενα κρίματά μου ( το τι έχω ακούσει από γκόμενους ή επίδοξους για τη μεσσηνιακή καταγωγή μου δε χρειάζεται να το περιγράψω ), πέρασα και στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Όλα αυτά τα χρόνια, μετράω άπειρες εκδρομές σε διάφορα μέρη στην Πελοπόννησο με φίλους, με συγγενείς ή με το πανεπιστήμιο, και όλες σχεδόν τις καμμένες πλέον περιοχές τις έχω σαν καταπράσινες εικόνες στο μυαλό μου.


Όπως μπορείς να καταλάβεις, αυτή τη στιγμή αισθάνομαι ότι καίγεται το σπίτι μου.


Από τότε που θυμάμαι, κάθε καλοκαίρι πηγαίναμε με την οικογένειά μου εκδρομή στον Ταΰγετο, στην Αλαγονία και την Αρτεμησία και τα γύρω χωριά, για να μαζέψουμε ρίγανη. Είχαμε βρει μάλιστα κι ένα σημείο που μας άρεσε πολύ και πηγαίναμε έκεί συνήθως. Η βλάστηση ήταν οργιώδης. Παντού υπήρχαν νερά και πηγές να ξεπετάγονται από το πλάι. Πνιγμένο το βουνό στα πλατάνια, και πιο πάνω στις καστανιές και τα έλατα. Περπάταγες μέρα μεσημέρι μέσα στο δάσος και είχε ίσκιο. Στο αγαπημένο μας σημείο καθόμασταν στο τέλος για να κολατσίσουμε και να ξεδιαλέξουμε τη ρίγανη σε ματσάκια. Λίγο πιο κάτω είχε ένα μικρό ρυάκι που πήγαζε από μια σχισμή του βράχου, και μας δρόσιζε με το νερό του. Μάλιστα, είχαμε βρει κι ένα ψηλό δέντρο, πλατάνι αν θυμάμαι καλά, που είχε ένα ψηλό κλαδί παράλληλο με το έδαφος, κι εκεί δέναμε μια κούνια, που είχε φτιάξει ο μπαμπάς μου για την κορούλα του ( τότε ήμουν ακόμα μοναχοπαίδι ). Στην επιστροφή περνάγαμε από τα χωριά της Αλαγονίας και καθόμασταν για φαϊ, γιατί συνήθως ξεχνιόμασταν μέσα στο δάσος και μας έπιανε το βράδυ.


Πριν από 4-5 χρόνια, φιλοξενούσε στην Καλαμάτα για μερικές μέρες η ξαδέρφη μου μια φίλη της Τσέχα με το 10χρονο γιο της, τον οποίο είχε βαφτίσει κιόλας, το Στέφανο. Μετά είχαν κανονίσει να συνεχίσουν τις διακοπές τους στη Ζάκυνθο, οπότε η ξαδέρφη μου προσφέρθηκε να τους πάει μέχρι την Κυλλήνη για το φέρι, και πήγα κι εγώ για παρέα. Υπολογίσαμε πως είχαν αρκετή ώρα μέχρι το μεσημέρι, οπότε για να μη χαλάσει το χατήρι του βαφτισιμιού, κάναμε μια μικρή παράκαμψη για την Αρχαία Ολυμπία. Έκανε αρκετή ζέστη, αλλά ευτυχώς τα δέντρα του άλσους προσέφεραν πολύτιμη δροσιά και σε μας και στους αμέτρητους τουρίστες που είχαν κατακλύσει το χώρο. Όλη η παρέα ήταν κατενθουσιασμένη, ο μικρός μάλιστα θυμάμαι πως έλαμπε από χαρά όταν έκανε τρέχοντας το γύρω το Σταδίου. " Μαμά, μαμά, κοίτα με! " και μάλλον θα φανταζόταν πως ήταν στην αρχαία Ελλάδα κι έβγαινε πρώτος στους Αγώνες. Αφού τους αφήσαμε στην Κυλλήνη, στην επιστροφή είχαμε κέφια και πήγαμε από άλλο δρόμο, ανεβήκαμε τα βουνά της Φιγαλείας και φτάσαμε στο ναό του Επικούριου Απόλλωνα, μνημείο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, προστατευόμενο από την Ουνέσκο. Στην κάθοδο μας πρόλαβε το ηλιοβασίλεμα στην Ανδρίτσαινα αφού είχαμε περάσει μέσα από πράσινα τοπία. Πανέμορφο χωριό, όπως και η Καρύταινα, που όμως την είδαμε το βράδυ.


Φέτος το Δεκαπενταύγουστο ανεβήκαμε για 5 μέρες στην Αρκαδία. Πήγα με τον πατέρα μου στο αμπέλι και στα χωράφια και μου έδειξε τις ελίτσες που είχε φυτέψει ο παππούς μου ο Βασίλης, δεκαετίες πριν. Κάποιες είχαν καεί από πάγο και χρειάζονταν μπόλισμα οι άγριες παραφυάδες που είχαν ξεπετάξει, καμιά 15αριά υπολογίσαμε να φυτέψουμε ακόμα το Μάρτη, " για να τα βλέπει ο παππούς σου και να χαίρεται ότι τα φροντίζουμε ". Στην επιστροφή μέσω εθνικής Τριπόλεως - Καλαμάτας, όταν φτάνεις στην αρχή του Μεσσηνιακού κάμπου, σε καλωσορίζουν οι ελιές του, ψηλές, όμορφες, ζωντανές θα'λεγες, που και φέτος ήταν φορτωμένες καρπό και χαίρεσαι, γιατί οι αγρότες θα έχουν καλή παραγωγή. Κατεβαίνοντας το βουνό, στα σύνορα των 2 νομών, και όσο φτάνει το μάτι σου, βλέπεις να απλώνεται ο ευλογημένος ελαιώνας της Μεσσηνίας.


Δυο μέρες μετά, πήρα για άλλη μια φορά το τρένο, που ήδη έχω εξαντλήσει το πόσο μου αρέσει, για να ανέβω Πάτρα. Έτσι κι αλλιώς λογάριαζα να ξανακατέβω αυτό και το επόμενο σαββατοκύριακο. Η διαδρομή πανέμορφη, και, παρ' όλο που είχα το βιβλίο μου ανά χείρας ως συνήθως, καθόμουν και χάζευα έξω από το παράθυρο. Διασχίζεις όλη τη Δυτική Πελοπόννησο, που εύφορη και καταπράσινη καθώς είναι, πως να το κάνουμε, δεν χορταίνεις να τη χαζεύεις. Αγαπημένο σημείο της διαδρομής το δάσος του Καϊάφα με τις ψηλές κουκουναριές, άνθρωποι που έχουν κατασκηνώσει εκεί και κάνουν μπάνιο χαιρετούν χαρούμενοι καθώς βλέπουν το τρένο να περνά, παιδιά παίζουν στην παραλία, κι εγώ χαιρόμουν και με τα μικρά πευκάκια που έβλεπα να έχουν φυτρώσει, σημάδι ότι το δάσος ζει. Πιο κάτω, σε ένα σπίτι μας χαμογελούσαν κάτι πιτσιρίκια που μόλις είχαν γυρίσει από την παραλία και ξεπλένονταν με το λάστιχο, και μακάριζα τους ανθρώπους που μένουν εκεί, στον κήπο της Εδέμ. Πριν και μετά χωράφια περιποιημένα, με ντομάτες, κολοκυθιές, καρπούζια, καλαμπόκια, ως και φυστίκια αράπικα πέτυχα.

Και παντού πράσινο.



Τόσες μέρες αυτά σκέφτομαι και πάω να σκάσω από τη στενοχώρια μου. Ανοίγω το ντουλάπι της κουζίνας και χαζεύω το βαζάκι με τη ρίγανη από τον Ταΰγετο που μάζεψαν φέτος οι γονείς μου, δυστυχώς χωρίς εμένα, και μου φαίνεται πολυτιμότερο κι από πλατίνα. Και μετά σκέφτομαι ότι άνθρωποι κάηκαν ζωντανοί και αβοήθητοι. Και δεν μπορεί να το χωρέσει η λογική μου το πώς και τι αισθάνονται όλοι αυτοί που έχασαν έστω κι ένα δέντρο στην αυλή τους, πόσο μάλλον οι συγγενείς των νεκρών. Δε θέλω να μιλήσω για το αυτονόητο, πως θα έπρεπε δηλαδή να υπάρχει σχέδιο αντιμετώπισης καταστροφών εν καιρώ ειρήνης, για το ότι είναι αδιανόητο επί τρία 24ωρα να παίρνουν τηλέφωνο σε ΜΜΕ απελπισμένοι άνθρωποι και να λένε ότι θα καούν αβοήθητοι, πως οι ευθύνες δε βαρύνουν μόνο τη σημερινή κυβέρνηση, αλλά και τις προηγούμενες, γιατί η αντιμετώπιση μιας καταστροφής τέτοιου μεγέθους είναι, και πρέπει να είναι, εθνική υπόθεση ανεξάρτητη και πάνω από την εκάστοτε ομάδα υπουργών. Ούτε για την ανεπάρκεια του ανθρώπου και του πολιτισμού του απέναντι στα στοιχεία της φύσης που τον εκδικούνται για την ανοησία του ( πυρ και θάλασσα, όπως όλοι ξέρουμε, για το γυνή δηλώνω αναρμόδια να τοποθετηθώ ).




Το μόνο που κάνω είναι να παρακαλάω να βρέξει, γιατί φαίνεται πως είναι το μόνο που μας σώζει.



Τρίτη 21 Αυγούστου 2007

Έμμα Ι







The fall of Troy





Κοίταξε με θαυμασμό δυο γλάρους λίγο πιο πέρα να κάνουν κύκλους πάνω από το νερό. Σίγουρα, κάποιο κοπάδι ψαράκια είχε πλησιάσει επικίνδυνα στην επιφάνεια. Λίγο πιο κάτω, μια βαρκούλα με κάτι πιτσιρίκια που προσπαθούσαν να μάθουν κουπί στριφογύριζε, ευτυχώς αρκετά μακριά της, κι εκείνα γέλαγαν. Το μόνο που κατάφεραν με κάποια αποτελεσματικότητα ήταν να την αποσπάσουν για μια στιγμή από τις σκέψεις της.







Αλλά με το ζήτημα που στριφογύριζε στο μυαλό της τι θα έκανε? Από μικρή το μόνο που ήξερε είναι ότι προοριζόταν, φυσικά, να κατακτήσει τον κόσμο. Και αυτό γιατί της άξιζε. Και οι ισχυρισμοί των γονέων της δεν ήταν εντελώς αβάσιμοι. Είχαν φροντίσει να την προμηθεύσουν με ό,τι χρειαζόταν για τον σκοπό αυτό. Άπειρα βιβλία, ό,τι ζήταγε κι έβαζε στο μυαλό της, ώστε η μονάκριβη κορούλα τους να αποκτήσει άπειρες γνώσεις γύρω από την αστρονομία, τις αρχαίες θρησκείες, την ελληνική και ευρωπαική ιστορία, τα μαθηματικά, τη φυσική, τη βιολογία, την ψυχολογία, όλους τους τομείς των επιστημών ώστε να μπορέσει να έχει τα εφόδια για μια αφετηρία με το καλύτερο δυνατό προβάδισμα σε σχέση με τους υπόλοιπους. Αλλά αυτά ήταν μόνο η αρχή. Όταν ενηλικιώθηκε, μιλούσε άπταιστα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιαπωνικά και λατινικά. Έπαιζε βιολί και πιάνο, είχε τελειοποιήσει την ξιφασκία της, μπορούσε να πλοηγήσει ένα πλοίο μόνο με τα άστρα και στα 2 ημισφαίρια και είχε θανάσιμη γνώση αρχαίων πολεμικών τεχνών. Ένας έμπιστος μπάτλερ τη συντρόφευε πάντοτε, ρυθμίζοντας τα μικρά ζητήματα της καθημερινότητας και προσφέροντας της παράλληλα προστασία.



Στα επτά χρόνια που μεσολάβησαν από την ενηλικίωσή της μέχρι αυτή τη στιγμή κατάφερε να τελειώσει το πτυχίο της και να έχει ολοκληρώσει στο μεγαλύτερο βαθμό το διδακτορικό της στο Χάρβαρντ, στο διεθνές δίκαιο. Μπορούσε να τυλίξει σε μια κόλλα χαρτί τους δεινότερους ρήτορες, οι οποίοι, αν μη τι άλλο, θεωρούσαν πως επειδή είναι μια αιθέρια ύπαρξη, μια συγκινητικά όμορφη ξανθιά, θα είχε κάνει το λάθος να χάσει τον υπερπολύτιμο χρόνο της με άντρες και πως το IQ της θα ήταν συγκρίσιμο με αυτό των γραμματέων τους...




Πράγματι, περπατούσε και άφηνε πτώματα πίσω της, και αυτό χωρίς να κουνήσει το μικρό της δαχτυλάκι, ούτε αυτή, ούτε ο μπάτλερ. Μπορούσε με μια μόνο ματιά να μαγνητίσει όποιον άντρα έβαζε στο στόχαστρό της. Αλλά πάντα τους βαριόταν αφόρητα... Όσο έξυπνοι και να ήταν, τους περισσότερους κατέληγε να τους βαριέται αφόρητα. Κάποιος (μια μάλλον ατυχής στιγμή στο παρελθόν της), εκστασιασμένος από τις ικανότητές της, τόλμησε να την παρομοιάσει με τη Λάρα Κροφτ. Ο κακομοίρης, δεν ήξερε πως οι δημιουργοί της εμπνεύστηκαν την ηρωίδα από την ίδια, η οποία ήταν υπαρκτή, με σάρκα και οστά, και όχι μερικά πίξελ σε οθόνη...




Για τις περιπέτειές τις θα μπορούσα να σας μιλάω για ώρες, αλλά όπως πολύ καλά γνωρίζετε, δεν είναι πρέπον να μιλάμε για το παρελθόν μιας κυρίας. Το μόνο που μπορώ να αποκαλύψω είναι πως, παρά τις αναρίθμητες κατακτήσεις της, πολύ σπάνια αφηνόταν σε άλλον άνθρωπο, και οι φίλοι και οι εραστές της μετριούνταν στα δάχτυλα των αλαβάστρινων χεριών της.



Τι ήταν αυτό όμως που τόλμησε να διαταράξει την τελειότητα των διακοπών και τριγύρναγε στις έλικες τους εγκεφάλου της? Γιατί μέχρι τώρα, όλα ήταν ξεκάθαρα. Ό, τι χρειαζόταν να κάνει, απλά το έκανε. Ποτέ δε χρειάστηκε να προσπαθήσει ιδιαίτερα για κάτι, και η ροή της τέλειας ζωής της ξεδιπλωνόταν ανεμπόδιστα, αφού ό,τι είχε βάλει ποτέ στο μυαλό της, το κατάφερνε χωρίς ιδιαίτερο κόπο. Εκεί ακριβώς βρισκόταν και το πρόβλημα. Είχε αρχίσει να έχει αμφιβολίες. Για το αν θα τα κατάφερνε το ίδιο εύκολα από κει και πέρα, για το αν ό,τι είχε καταφέρει μέχρι τώρα είχε κάποια σημασία, για το αν θα προτιμούσε, κάνοντας την ανασκόπηση της ζωής της μετά από αρκετά χρόνια, να την είχε περάσει με άντρα και παιδιά σε ένα οινοποιείο κάπου στην καταπράσινη κι ευλογημένη επαρχία, αν η κατάκτηση του κόσμου μπορούσε να γίνει και με άλλους τρόπους από αυτόν που είχε αποφασίσει να ακολουθήσει, αν τελικά ο Μέγας Αλέξανδρος είχε μετανοιώσει για την πορεία του στο άγνωστο.




Ο Αχιλλέας, άλλωστε, είχε πει στον Οδυσσέα, όταν αυτός είχε προσφέρει χοές στις ψυχές για να δει τον Τειρεσία
, πως προτιμούσε να είναι ζωντανός και δούλος, παρά να τον αποκαλεί βασιλιά των νεκρών στον Άδη.




(συνεχίζεται)

Σάββατο 4 Αυγούστου 2007

To His Coy Mistress




HAD we but world enough, and time,
This coyness, Lady, were no crime.
We would sit down and think which way
To walk and pass our long love's day.
Thou by the Indian Ganges' side
Shouldst rubies find: I by the tide
Of Humber would complain. I would
Love you ten years before the Flood,
And you should, if you please, refuse
Till the conversion of the Jews.
My vegetable love should grow
Vaster than empires, and more slow;
An hundred years should go to praise
Thine eyes and on thy forehead gaze;
Two hundred to adore each breast,
But thirty thousand to the rest;
An age at least to every part,
And the last age should show your heart.
For, Lady, you deserve this state,
Nor would I love at lower rate.




But at my back I always hear
Time's winged chariot hurrying near;
And yonder all before us lie
Deserts of vast eternity.
Thy beauty shall no more be found,
Nor, in thy marble vault, shall sound
My echoing song: then worms shall try
That long preserved virginity,
And your quaint honour turn to dust,
And into ashes all my lust:
The grave 's a fine and private place,
But none, I think, do there embrace.



Now therefore, while the youthful hue
Sits on thy skin like morning dew,
And while thy willing soul transpires
At every pore with instant fires,
Now let us sport us while we may,
And now, like amorous birds of prey,
Rather at once our time devour
Than languish in his slow-chapt power.
Let us roll all our strength and all
Our sweetness up into one ball,
And tear our pleasures with rough strife
Thorough the iron gates of life:
Thus, though we cannot make our sun
Stand still, yet we will make him run.




Andrew Marvell. 1621–1678





Να αναφέρω μόνο πως ανακάλυψα αυτό το ποίημα εξαιτίας του Αθήναιου και πως για το σημερινό ποστ δε φταίω εγώ, αλλά αυτός που μου βάζει τέτοιες ιδέες!



Τετάρτη 1 Αυγούστου 2007

Το Πρώτο Ποστ του Μήνα, ή αλλιώς, Βαριέμαι να Βρω Τίτλο της Προκοπής



Επειδή συγγενείς και φίλοι με έκραξαν για το μέγεθος του τελευταίου διαδικτυακού λογοτεχνικού μου πονήματος (βλ. πρόσφατο ποστ - σεντόνι), θα αυτοπεριοριστώ, όσο γίνεται, στα πιο ενδιαφέροντα σημεία της τελευταίας εβδομάδας. Κάποια μέρα, όμως, θα δείτε, θα αναγνωριστεί το ταλέντο μου.



Χάιλαιτ των τελευταίων ημερών:

Το τεράστιο πορτοκαλί φεγγάρι καθώς έδυε στο βάθος του Μεσσηνιακού. Και το ότι το έβλεπα να δύει καθισμένη πίσω από πολεμίστρες στους πρόποδες του Ταΰγετου, έχοντας στα πόδια μου την ολόφωτη Καλαμάτα και τη θάλασσα, την απέραντη θάλασσα. (Ναι, δεν άντεξα να περιμένω μέχρι τον Δεκαπενταύγουστο. Αλλά κι εσείς στη θέση μου το ίδιο κάνατε / θα κάνατε.)



Πρόβλημα των τελευταίων ημερών:

Κινητό με
γνωστές διαστάσεις, φέρον κίτρινο μαγιό, σε χρόνο
to ξεκινά την κίνησή του από εξέδρα ύψους 5m από την επιφάνεια της θάλασσας υπό γωνία φ πάνω από το οριζόντιο επίπεδο. Η αρχική ταχύτητα uo είναι γνωστή, καθώς και η επιτάχυνση της βαρύτητας. Την αντίσταση του αέρα τη θεωρούμε αμελητέα (αφού έτσι κι αλλιώς έχουμε νηνεμία, διότι, αν φύσαγε, θα είχε τρελλό κύμα και δεν θα υπήρχε περίπτωση να φτάσει το κινητό μέχρι την εν λόγω κυβική εξέδρα κολυμπώντας).

α) Για ποια γωνία φ θα έχει το κινητό μέγιστο βεληνεκές? (άιντε, πολύ εύκολα σας βάζω για αρχή)

β) Για ποιά
uo' θα αυξηθεί το βεληνεκές κατά 50%?

γ) Αν το κινητό αποφασίσει κάποια στιγμή να βουτήξει από εκεί πάνω με το κεφάλι (για φέτος χλωμό το βλέπω, ακόμα εξασκείται σε βουτιές με το κεφάλι από τα 3m και η βελτίωση είναι μικρή), τι σχήμα σώματος πρέπει να έχει (και το κυριότερο, πώς θα το επιτύχει αυτό ???), ώστε οι αρνητικές επιπτώσεις της προσθαλάσσωσης
να είναι οι μικρότερες δυνατές?





Όποιος αποφασίσει να ασχοληθεί σοβαρά με το πρόβλημα, παρακαλείται να επικοινωνήσει με τον administrator του blog "Βιο-λογίες" για τις τιμές των μεγεθών που δεν δίδονται. Διεύθυνση επικοινωνίας στο προφίλ παραπλεύρως. Κάθε σωστή απάντηση θα αμειφθεί καταλλήλως και κατά περίπτωση.